Μετάβαση στο περιεχόμενο

επανενεργοποιώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επανενεργοποιώ < επί + ανά + ενεργοποιώ

επανενεργοποιώ

  1. επιχειρώ εκ νέου ενεργοποίηση
  2. επαναφέρω σε ενεργοποίηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]