επανιδρύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανιδρύω < επαν- + ιδρύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconstituer)

Ρήμα[επεξεργασία]

επανιδρύω (παθητική φωνή: επανιδρύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]