επανόρθωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επανόρθωσης θηλυκό
- γενική ενικού του επανόρθωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- επανορθώσεως (λόγιο)
επανόρθωσης θηλυκό