επαργυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαργυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαργυρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
επαργυρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επαργυρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαργυρωμένος
|