επαρκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαρκώς < ελληνιστική ἐπαρκῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
επαρκώς
- με επάρκεια, ικανοποιητικά, αρκετά
- είναι επαρκώς προετοιμασμένος για τις εξετάσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαρκώς