επαρχιακή οδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαρχιακή οδός | οι | επαρχιακές οδοί |
γενική | της | επαρχιακής οδού | των | επαρχιακών οδών |
αιτιατική | την | επαρχιακή οδό | τις | επαρχιακές οδούς |
κλητική | επαρχιακή οδέ | επαρχιακές οδοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαρχιακή οδός < → δείτε τις λέξεις επαρχιακός και οδός
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
επαρχιακή οδός θηλυκό
- οδός που συνδέει χωριά ή μικρές πόλεις μεταξύ τους[1]
- ※ Πραγματοποιήθηκε σήμερα η τελετή παράδοσης του τμήματος της επαρχιακής οδού Λάρισας - Καρδίτσας από το τέλος της παράκαμψης Μαυροβουνίου έως τον κόμβο Ελευθερών, προϋπολογισμού 22,1 εκατ. ευρώ. (Παραδόθηκε στην κυκλοφορία η επαρχιακή οδός Λάρισας – Καρδίτσας, Η Καθημερινή, 13 Απριλίου 2013)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαρχιακή οδός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας