επείγον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επείγον ουδέτερο
- η ιδιότητα του επείγοντος
- μου φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεσαι το επείγον του πράγματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επείγον