επεμβατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επεμβατικά < επεμβατικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επεμβατικά
- με επεμβατικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επεμβατικά
|