επεμβατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επεμβατικός η επεμβατική το επεμβατικό
      γενική του επεμβατικού της επεμβατικής του επεμβατικού
    αιτιατική τον επεμβατικό την επεμβατική το επεμβατικό
     κλητική επεμβατικέ επεμβατική επεμβατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επεμβατικοί οι επεμβατικές τα επεμβατικά
      γενική των επεμβατικών των επεμβατικών των επεμβατικών
    αιτιατική τους επεμβατικούς τις επεμβατικές τα επεμβατικά
     κλητική επεμβατικοί επεμβατικές επεμβατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επεμβατικός < επεμβαίνω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

επεμβατικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]