επενεργητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επενεργητής οι επενεργητές
      γενική του επενεργητή των επενεργητών
    αιτιατική τον επενεργητή τους επενεργητές
     κλητική επενεργητή επενεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επενεργητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επενεργητής αρσενικό

  • που προκαλεί κίνηση κάποιου μηχανισμού, έλεγχο συστήματος ή διαδικασίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]