επεξηγώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]επεξηγώ, πρτ.: επεξηγούσα, στ.μέλλ.: θα επεξηγήσω, αόρ.: επεξήγησα, παθ.φωνή: επεξηγούμαι, μτχ.π.π.: επεξηγημένος
- δίνω πρόσθετες πληροφορίες και διευκρινίζω το νόημα μιας φράσης που πιθανώς δεν γίνεται κατανοητή ή δεν είναι αρκετά σαφής