επερωτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επερωτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επερωτώ
- θα επερωτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επερωτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επερωτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επερώτηση