επετηρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επετηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπετηρίς < επι- + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἐτήρ / ἔτος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική annuaire)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επετηρίδα θηλυκό
- ονομαστικός κατάλογος αξιωματικών, υπαλλήλων κ.λπ. κατά σειρά αρχαιότητας
- βιβλίο που εκδίδεται ετησίως από σύλλογο, ίδρυμα ή δημόσια υπηρεσία και περιέχει πληροφορίες σχετικές με τις δραστηριότητες, την ιεραρχία τους κτλ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επετηρίδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)