επηρεάζομε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επηρεάζομε
- λόγια μορφή του επηρεάζουμε, πρώτο πρόσωπο ενικού της οριστικής ενεστώτα του ρήματος επηρεάζω