επιβάτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβάτισσα οι επιβάτισσες
      γενική της επιβάτισσας των επιβατισσών
    αιτιατική την επιβάτισσα τις επιβάτισσες
     κλητική επιβάτισσα επιβάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιβάτισσα < επιβάτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιβάτισσα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε επιβάτης