επιβάτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιβάτρια θηλυκό
- γυναίκα επιβάτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιβάτρια
→ δείτε τη λέξη επιβάτισσα |