Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιβαίνω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: επιβιβάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιβαίνω < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω < ἐπί + βαίνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.piˈve.no/

επιβαίνω

  1. (λόγιο) είμαι ανεβασμένος σε μεταφορικό μέσο, κινούμαι μ’ αυτό
      Στο λεωφορείο επέβαιναν μόνο 5 άτομα.
  2. (για ζώα) βατεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]