επιβαρυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβαρυντικός η επιβαρυντική το επιβαρυντικό
      γενική του επιβαρυντικού της επιβαρυντικής του επιβαρυντικού
    αιτιατική τον επιβαρυντικό την επιβαρυντική το επιβαρυντικό
     κλητική επιβαρυντικέ επιβαρυντική επιβαρυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβαρυντικοί οι επιβαρυντικές τα επιβαρυντικά
      γενική των επιβαρυντικών των επιβαρυντικών των επιβαρυντικών
    αιτιατική τους επιβαρυντικούς τις επιβαρυντικές τα επιβαρυντικά
     κλητική επιβαρυντικοί επιβαρυντικές επιβαρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιβαρυντικός < επιβαρύνω + -τικός < ελληνιστική κοινή ἐπιβαρύνω

Επίθετο[επεξεργασία]

επιβαρυντικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]