επιβατάμαξα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιβατάμαξα < επιβάτ(ης) + άμαξα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιβατάμαξα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιβατάμαξα
|
επιβατάμαξα θηλυκό
|