Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιβεβαιώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιβεβαιώνω < αρχαία ελληνική ἐπιβεβαιῶ

επιβεβαιώνω

  1. βεβαιώνω, πιστοποιώ
  2. επαληθεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]