Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιβεβαιώσεις

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιβεβαιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβεβαιώνω
  2. θα επιβεβαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβεβαιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

επιβεβαιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβεβαίωση