επιβεβαιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιβεβαιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβεβαιώνω
- θα επιβεβαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβεβαιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιβεβαιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβεβαίωση