επιβεβλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβεβλημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος ἐπιβάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
επιβεβλημένος -η -ο
- (λόγιο) που επιβάλλεται δια νόμου ή κανόνων
- και σπανιότερα: επιβλημένος
- (λόγιο) αναγκαίος, που πρέπει να πραγματοποιηθεί λόγω ανάγκης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)