επιβιβασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιβιβασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιβιβάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
επιβιβασμένος, -η, -ο
- που έχει επιβιβαστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιβιβάζω