επιβραδύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιβραδύνομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.vɾaˈði.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βρα‐δύ‐νο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

επιβραδύνομαι, π.αόρ.: επιβραδύνθηκα, μτχ.π.π.: επιβραδυμένος, (ενεργ.: επιβραδύνω)