επιγένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιγένεση | οι | επιγενέσεις |
γενική | της | επιγένεσης* | των | επιγενέσεων |
αιτιατική | την | επιγένεση | τις | επιγενέσεις |
κλητική | επιγένεση | επιγενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιγενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική épigenèse < αρχαία ελληνική ἐπί + γένεσις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈʝe.ne.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγένεση θηλυκό
- (βιολογία) η θεωρία που υποστηρίζει ότι ένας οργανισμός αναπτύσσεται εξ αρχής απ’ τα γονίδια κι όχι με περαιτέρω ανάπτυξη προσηματισμένων οργάνων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιγενετική
- επιγενετικός
- → δείτε τις λέξεις επί και γίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)