επιγένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιγένεση οι επιγενέσεις
      γενική της επιγένεσης* των επιγενέσεων
    αιτιατική την επιγένεση τις επιγενέσεις
     κλητική επιγένεση επιγενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιγενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική épigenèse < αρχαία ελληνική ἐπί + γένεσις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈʝe.ne.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιγένεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]