επιγαμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιγαμία οι επιγαμίες
      γενική της επιγαμίας των επιγαμιών
    αιτιατική την επιγαμία τις επιγαμίες
     κλητική επιγαμία επιγαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιγαμία < αρχαία ελληνική ἐπιγαμία < ἐπίγαμος < ἐπί + γάμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιγαμία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η συγγένεια που προκύπτει εξ αγχιστείας, με τη σύναψη γάμου καθώς και η διαδικασία της σύναψης γάμου
  2. (νομικός όρος) η σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων διαφορετικής κοινωνικής ή άλλης τάξης, ομάδας, φυλής κ.λπ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]