επιγενόμενοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιγενόμενοι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι επιγενόμενοι
      γενική των επιγενομένων
    αιτιατική τους επιγενομένους
     κλητική επιγενόμενοι
Δείτε και επιγενόμενος.
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιγενόμενοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἱ ἐπιγενόμενοι[1], πληθυντικός της μετοχής ἐπιγενόμενος του αορ. β' του ρήματος ἐπιγίγνομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιγενόμενοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]