επιγενόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιγενόμενος η επιγενόμενη το επιγενόμενο
      γενική του επιγενόμενου της επιγενόμενης του επιγενόμενου
    αιτιατική τον επιγενόμενο την επιγενόμενη το επιγενόμενο
     κλητική επιγενόμενε επιγενόμενη επιγενόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιγενόμενοι οι επιγενόμενες τα επιγενόμενα
      γενική των επιγενόμενων των επιγενόμενων των επιγενόμενων
    αιτιατική τους επιγενόμενους τις επιγενόμενες τα επιγενόμενα
     κλητική επιγενόμενοι επιγενόμενες επιγενόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιγενόμενος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

επιγενόμενος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]