επιγκενίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγκενίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγκενίδα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος, λόγιο) το μαδέρι, η σανίδα που χρησιμοποιείται στο πέτσωμα ξύλινου σκάφους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγκενίδα
|