επιδαπέδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
επιδαπέδιος, -α, -ο
- (νεολογισμός) που βρίσκεται πάνω στο δάπεδο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενδοδαπέδιος
- υποδαπέδιος
- → δείτε τις λέξεις επί και δάπεδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδαπέδιος
|