επιδαψίλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιδαψίλευση | οι | επιδαψιλεύσεις |
γενική | της | επιδαψίλευσης* | των | επιδαψιλεύσεων |
αιτιατική | την | επιδαψίλευση | τις | επιδαψιλεύσεις |
κλητική | επιδαψίλευση | επιδαψιλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδαψιλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδαψίλευση < επιδαψιλεύω + -ση < ελληνιστική κοινή ἐπιδαψιλεύω < αρχαία ελληνική ἐπιδαψιλεύομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδαψίλευση θηλυκό
- (σπάνιο) (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιδαψιλεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδαψίλευση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)