επιδειξιμανία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδειξιμανία < επιδειξιμανής + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιδειξιμανία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδειξιμανία
|