επιδειχτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδειχτικός < μετατροπή από «κ» σε «χ» του επιδεικτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιδειχτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδειχτικός
→ δείτε τη λέξη επιδεικτικός |