επιδημώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιδημῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδημώ < αρχαία ελληνική ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

επιδημώ

  1. (λόγιο) μένω (μόνιμα) σε κάποιο τόπο
  2. (ιατρική) εμφανίζομαι με επιδημία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]