επιδιαιτητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιδιαιτητής οι επιδιαιτητές
      γενική του επιδιαιτητή των επιδιαιτητών
    αιτιατική τον επιδιαιτητή τους επιδιαιτητές
     κλητική επιδιαιτητή επιδιαιτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδιαιτητής < επι- + διαιτητής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιδιαιτητής αρσενικό

  • ανώτατος διαιτητής που εκλέγεται από τους διαδίκους σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας των διαιτητών και εκδίδει τελεσίδικη απόφαση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]