επιδιαιτητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδιαιτητής αρσενικό
- ανώτατος διαιτητής που εκλέγεται από τους διαδίκους σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας των διαιτητών και εκδίδει τελεσίδικη απόφαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιδιαιτησία
- επιδιαιτητικός
- → δείτε τις λέξεις επί και διαιτητής