επιδικάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδικάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

επιδικάζω

  1. αναγνωρίζω απαίτηση ευνοϊκή για τον αιτούντα (προφέρεται ως τελική ετυμηγορία από δικαστήριο)
  2. αναγνωρίζω, δέχομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]