επιδιορθωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδιορθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιδιορθώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
επιδιορθωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επιδιορθώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδιορθωμένος
|