επιδοκιμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδοκιμάζω < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική approuver
Ρήμα[επεξεργασία]
επιδοκιμάζω
- εκφράζω την αποδοχή μου για απόψεις ή ενέργειες
Συνώνυμα[επεξεργασία]