επιδοκιμασία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδοκιμασία < επιδοκιμάζω + -σία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approuver)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιδοκιμασία θηλυκό
- το να επιδοκιμάζω κάποιον ή το αποτέλεσμα του να επιδοκιμάζω κάποιον
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδοκιμασία