επιδοτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδοτήριο < (καθαρεύουσα) ἐπιδοτήριον → δείτε τη λέξη επιδίδω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδοτήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) το αποδεικτικό της επίδοσης, ιδιαίτερα δικαστικού εγγράφου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδοτήριο
|