επιδοτούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδοτούμενος η επιδοτούμενη το επιδοτούμενο
      γενική του επιδοτούμενου της επιδοτούμενης του επιδοτούμενου
    αιτιατική τον επιδοτούμενο την επιδοτούμενη το επιδοτούμενο
     κλητική επιδοτούμενε επιδοτούμενη επιδοτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδοτούμενοι οι επιδοτούμενες τα επιδοτούμενα
      γενική των επιδοτούμενων των επιδοτούμενων των επιδοτούμενων
    αιτιατική τους επιδοτούμενους τις επιδοτούμενες τα επιδοτούμενα
     κλητική επιδοτούμενοι επιδοτούμενες επιδοτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

επιδοτούμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]