επιδραστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδραστικός η επιδραστική το επιδραστικό
      γενική του επιδραστικού της επιδραστικής του επιδραστικού
    αιτιατική τον επιδραστικό την επιδραστική το επιδραστικό
     κλητική επιδραστικέ επιδραστική επιδραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδραστικοί οι επιδραστικές τα επιδραστικά
      γενική των επιδραστικών των επιδραστικών των επιδραστικών
    αιτιατική τους επιδραστικούς τις επιδραστικές τα επιδραστικά
     κλητική επιδραστικοί επιδραστικές επιδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδραστικός < επίδραση + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

επιδραστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]