επιδρών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιδρών | η | επιδρώσα | το | επιδρών |
γενική | του | επιδρώντος & επιδρώντα1 |
της | επιδρώσας & επιδρώσης* |
του | επιδρώντος |
αιτιατική | τον | επιδρώντα | την | επιδρώσα | το | επιδρών |
κλητική | επιδρών | επιδρώσα | επιδρών | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιδρώντες | οι | επιδρώσες | τα | επιδρώντα |
γενική | των | επιδρώντων | των | επιδρωσών | των | επιδρώντων |
αιτιατική | τους | επιδρώντες | τις | επιδρώσες | τα | επιδρώντα |
κλητική | επιδρώντες | επιδρώσες | επιδρώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «ενθουσιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδρών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδρῶν (του ἐπιδρῶ / ἐπιδράω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈðɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δρών
Μετοχή[επεξεργασία]
επιδρών, -ώσα, -ών
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιδρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδρών
|
Πηγές[επεξεργασία]
- επιδρώ, επιδρών - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'κυβερνών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'ενθουσιών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)