επιδρών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιδρῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδρών η επιδρώσα το επιδρών
      γενική του επιδρώντος
επιδρώντα1
της επιδρώσας
επιδρώσης*
του επιδρώντος
    αιτιατική τον επιδρώντα την επιδρώσα το επιδρών
     κλητική επιδρών επιδρώσα επιδρών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδρώντες οι επιδρώσες τα επιδρώντα
      γενική των επιδρώντων των επιδρωσών των επιδρώντων
    αιτιατική τους επιδρώντες τις επιδρώσες τα επιδρώντα
     κλητική επιδρώντες επιδρώσες επιδρώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «ενθουσιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδρών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδρῶν (του ἐπιδρῶ / ἐπιδράω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈðɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐δρών

Μετοχή[επεξεργασία]

επιδρών, -ώσα, -ών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]