επιζήτητος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]επιζήτητος
- (λόγιο) (σπάνιο) περιζήτητος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη επιζητώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιζήτητος
|