επιθεωρητής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιθεωρητής < (επιθεωρώ) επιθεωρη- + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inspecteur) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.θe.o.ɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐θε‐ω‐ρη‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιθεωρητής αρσενικό (θηλυκό επιθεωρήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που επιθεωρεί
- (ειδικότερα) ιεραρχικός τίτλος ή βαθμός δημοσίου υπαλλήλου που επιθεωρεί, ελέγχει ή συντονίζει τις υπηρεσίες ευθύνης του
- ⮡ είναι επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης
- ⮡ «Ο Επιθεωρητής» είναι ένα από τα σπουδαιότερα θεατρικά έργα του Νικολάι Γκόγκολ. Πρωτοπαίχτηκε το 1836.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιθεωρητής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επιθεωρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)