επικαιροποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικαιροποιημένος η επικαιροποιημένη το επικαιροποιημένο
      γενική του επικαιροποιημένου της επικαιροποιημένης του επικαιροποιημένου
    αιτιατική τον επικαιροποιημένο την επικαιροποιημένη το επικαιροποιημένο
     κλητική επικαιροποιημένε επικαιροποιημένη επικαιροποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικαιροποιημένοι οι επικαιροποιημένες τα επικαιροποιημένα
      γενική των επικαιροποιημένων των επικαιροποιημένων των επικαιροποιημένων
    αιτιατική τους επικαιροποιημένους τις επικαιροποιημένες τα επικαιροποιημένα
     κλητική επικαιροποιημένοι επικαιροποιημένες επικαιροποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικαιροποιημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

επικαιροποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]