επικείμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικείμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικείμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἐπίκειμαι (που βρίσκεται κοντά, είναι πιεστικός) με αλλαγή σημασίας κατά το επίκειται < κεῖμαι.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + κείμενος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈci.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κεί‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
επικείμενος, -η, -ο
- που πρόκειται να συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα
- ↪ ο σκηνοθέτης δήλωσε ενθουσιασμένος με την επικείμενη συνεργασία του με τη γνωστή ηθοποιό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικείμενος
[επεξεργασία]
- ↑ επικείμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)