επικερδέστερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικερδέστερος η επικερδέστερη το επικερδέστερο
      γενική του επικερδέστερου της επικερδέστερης του επικερδέστερου
    αιτιατική τον επικερδέστερο την επικερδέστερη το επικερδέστερο
     κλητική επικερδέστερε επικερδέστερη επικερδέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικερδέστεροι οι επικερδέστερες τα επικερδέστερα
      γενική των επικερδέστερων των επικερδέστερων των επικερδέστερων
    αιτιατική τους επικερδέστερους τις επικερδέστερες τα επικερδέστερα
     κλητική επικερδέστεροι επικερδέστερες επικερδέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικερδέστερος < συγκριτικός βαθμός του επικερδής, επικερδ-έσ-τερος

Επίθετο[επεξεργασία]

επικερδέστερος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]