Μετάβαση στο περιεχόμενο

επικερδής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικερδής η επικερδής το επικερδές
      γενική του επικερδούς* της επικερδούς του επικερδούς
    αιτιατική τον επικερδή την επικερδή το επικερδές
     κλητική επικερδή(ς) επικερδής επικερδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικερδείς οι επικερδείς τα επικερδή
      γενική των επικερδών των επικερδών των επικερδών
    αιτιατική τους επικερδείς τις επικερδείς τα επικερδή
     κλητική επικερδείς επικερδείς επικερδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικερδής < αρχαία ελληνική ἐπικερδής < ἐπί + κέρδος

Επίθετο

[επεξεργασία]

επικερδής -ής -ές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]