επικεφαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα «ἐπὶ κεφαλῆς» (επί + κεφαλής), (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.ce.faˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κε‐φα‐λής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επικεφαλής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

επικεφαλής άκλιτο

Επίρρημα[επεξεργασία]

επικεφαλής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]