επικεφαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα «ἐπὶ κεφαλῆς» (επί + κεφαλής), (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.ce.faˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κε‐φα‐λής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικεφαλής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- ο συντονιστής, ο αρχηγός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
επικεφαλής άκλιτο
το επικεφαλής είναι άκλιτο : δείτε παραδείγματα
παράδειγμα | αναλυτικά | παράδειγμα | αναλυτικά | ||
πτώσεις | ενικός αριθμός | πληθυντικός αριθμός | |||
---|---|---|---|---|---|
↓ | αρσενικό | ||||
ονομ | ο επικεφαλής αρχηγός | ο αρχηγός που είναι επί της κεφαλής | οι επικεφαλής αρχηγοί | οι αρχηγοί που είναι επί της κεφαλής | |
γεν | του επικεφαλής αρχηγού | του αρχηγού που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής αρχηγών | των αρχηγών που είναι επί της κεφαλής | |
αιτ | τον επικεφαλής αρχηγό | τον αρχηγό που είναι επί της κεφαλής | τους επικεφαλής αρχηγούς | τους αρχηγούς που είναι επί της κεφαλής | |
κλητ | ε, επικεφαλής αρχηγέ! | ε, αρχηγέ, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής αρχηγοί! | ε, αρχηγοί, που είστε επί της κεφαλής! | |
↓ | θηλυκό | ||||
ονομ | η επικεφαλής καθηγήτρια | η καθηγήτρια που είναι επί της κεφαλής | οι επικεφαλής καθηγήτριες | οι καθηγήτριες που είναι επί της κεφαλής | |
γεν | της επικεφαλής καθηγήτριας | της καθηγήτριας που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής καθηγητριών | των καθηγητριών που είναι επί της κεφαλής | |
αιτ | την επικεφαλής καθηγήτρια | την καθηγήτρια που είναι επί της κεφαλής | τις επικεφαλής καθηγήτριες | τις καθηγήτριες που είναι επί της κεφαλής | |
κλητ | ε, επικεφαλής καθηγήτρια! | ε, καθηγήτρια, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής καθηγήτριες! | ε, καθηγήτριες, που είστε επί της κεφαλής! | |
↓ | ουδέτερο | ||||
ονομ | το επικεφαλής τάγμα | το τάγμα που είναι επί της κεφαλής | τα επικεφαλής τάγματα | τα τάγματα που είναι επί της κεφαλής | |
γεν | του επικεφαλής τάγματος | του τάγματος που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής ταγμάτων | των ταγμάτων που είναι επί της κεφαλής | |
αιτ | το επικεφαλής τάγμα | το τάγμα που είναι επί της κεφαλής | τα επικεφαλής τάγματα | τα τάγματα που είναι επί της κεφαλής | |
κλητ | ε, επικεφαλής τάγμα! | ε, τάγμα, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής τάγματα! | ε, τάγματα, που είστε επί της κεφαλής! |
Επίρρημα[επεξεργασία]
επικεφαλής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επικεφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)