επικεφαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπικεφαλῆς < ἐπὶ κεφαλῆς < μεσαιωνική ελληνική ἐπὶ κεφαλῆς < ελληνιστική κοινή ἐπὶ κεφαλῆς (στο κεφάλι), η φράση δηλώνει ηγετική ή αρχηγική θέση ήδη από την ελληνιστική κοινή περίοδο, ενώ η συνήθης σύνταξη με γενική πτώση πιθανώς οφείλεται σε επίδραση του γαλλικού en tête de...[1], ωστόσο κατ' άλλους θεωρείται μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête [2][3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.ce.faˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κε‐φα‐λής
Επίθετο
[επεξεργασία]επικεφαλής άκλιτο
- (για πρόσωπα) που είναι επί της κεφαλής, που έχει την αρχηγία, που ηγείται
- ↪ Κατείχε τη θέση του επικεφαλής αστυνομικού για είκοσι τρία χρόνια.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία] το επικεφαλής είναι άκλιτο : δείτε παραδείγματα
παράδειγμα | αναλυτικά | παράδειγμα | αναλυτικά | ||
πτώσεις | ενικός αριθμός | πληθυντικός αριθμός | |||
---|---|---|---|---|---|
↓ | αρσενικό | ||||
ονομ | ο επικεφαλής αρχηγός | ο αρχηγός που είναι επί της κεφαλής | οι επικεφαλής αρχηγοί | οι αρχηγοί που είναι επί της κεφαλής | |
γεν | του επικεφαλής αρχηγού | του αρχηγού που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής αρχηγών | των αρχηγών που είναι επί της κεφαλής | |
αιτ | τον επικεφαλής αρχηγό | τον αρχηγό που είναι επί της κεφαλής | τους επικεφαλής αρχηγούς | τους αρχηγούς που είναι επί της κεφαλής | |
κλητ | ε, επικεφαλής αρχηγέ! | ε, αρχηγέ, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής αρχηγοί! | ε, αρχηγοί, που είστε επί της κεφαλής! | |
↓ | θηλυκό | ||||
ονομ | η επικεφαλής καθηγήτρια | η καθηγήτρια που είναι επί της κεφαλής | οι επικεφαλής καθηγήτριες | οι καθηγήτριες που είναι επί της κεφαλής | |
γεν | της επικεφαλής καθηγήτριας | της καθηγήτριας που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής καθηγητριών | των καθηγητριών που είναι επί της κεφαλής | |
αιτ | την επικεφαλής καθηγήτρια | την καθηγήτρια που είναι επί της κεφαλής | τις επικεφαλής καθηγήτριες | τις καθηγήτριες που είναι επί της κεφαλής | |
κλητ | ε, επικεφαλής καθηγήτρια! | ε, καθηγήτρια, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής καθηγήτριες! | ε, καθηγήτριες, που είστε επί της κεφαλής! | |
↓ | ουδέτερο | ||||
ονομ | το επικεφαλής τάγμα | το τάγμα που είναι επί της κεφαλής | τα επικεφαλής τάγματα | τα τάγματα που είναι επί της κεφαλής | |
γεν | του επικεφαλής τάγματος | του τάγματος που είναι επί της κεφαλής | των επικεφαλής ταγμάτων | των ταγμάτων που είναι επί της κεφαλής | |
αιτ | το επικεφαλής τάγμα | το τάγμα που είναι επί της κεφαλής | τα επικεφαλής τάγματα | τα τάγματα που είναι επί της κεφαλής | |
κλητ | ε, επικεφαλής τάγμα! | ε, τάγμα, που είσαι επί της κεφαλής! | ε, επικεφαλής τάγματα! | ε, τάγματα, που είστε επί της κεφαλής! |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]επικεφαλής
- κατέχοντας την αρχηγική, ηγετική, κυβερνητική ή/και καθοδηγητική θέση, στην πρώτη θέση ή σειρά
- ↪ Κατόπιν πολλής συζητήσεως ορίστηκε επικεφαλής της ιεραποστολής.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίρρημα
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επικεφαλής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που είναι επικεφαλής, που προΐσταται άλλων, που διοικεί
- ※ Οι στρατιωτικοί που είναι στη γραμμή ή επικεφαλής παρατεταγμένων τμημάτων, κάνουν τις ίδιες ενέργειες, που προαναφέρθηκαν, χωρίς όμως να βγάζουν τα γάντια.
- Στρατιωτικός Κανονισμός 20-1, Χαιρετισμός με χειραψία, παράγραφος 32
- ≈ συνώνυμα: συντονιστής/συντονίστρια, αρχηγός, ηγέτης, προϊστάμενος, διευθυντής
- ※ Οι στρατιωτικοί που είναι στη γραμμή ή επικεφαλής παρατεταγμένων τμημάτων, κάνουν τις ίδιες ενέργειες, που προαναφέρθηκαν, χωρίς όμως να βγάζουν τα γάντια.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουσιαστικό
Πηγές
[επεξεργασία]- επικεφαλής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- επικεφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κεφαλή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ επικεφαλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ επικεφαλής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα el (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)